- συνεκτείνω
- Α [ἐκτείνω]1. ρίχνω κάτι καταγής δίπλα σε κάτι άλλο («συνεξέτεινεν αὐτῷ [ενν. τῷ Ἄρει] τὴν Ἀφροδίτην», Ηράκλειτ.)2. εκτείνω κάτι παράλληλα προς κάτι άλλο3. μέσ. συνεκτείνομαιεκτείνομαι παράλληλα προς κάτι, είμαι ίσος με κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.